...πάντα θα βλέπω αυτά που προορίζονται για μένα, ακόμη κι αν δε μπορείς να με δεις...
Προάγγελος

Μικρές Ιστορίες - Σου το στέρησα προσφέροντάς σου μια ευτυχισμένη ζωή...


        Ήταν βράδυ όταν τα όνειρα βρήκαν το δρόμο τους. Το φεγγάρι έλαμπε όπως κάθε άλλη φορά. Αλλά γιατί σήμερα; Τι ξεχωριστό είχε το σήμερα; Δε μπορούσε ποτέ να προβλέψει γιατί συμβαίνουν κάποια πράγματα. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ένιωθε, αλλά ούτε και γιατί το ένιωθε. Είχε ψάξει όλο το σπίτι. Πρώτα πήγε στο σαλόνι. Σήκωσε τα μαξιλάρια του καναπέ με ευλαβικότητα. Ήταν η αγαπημένη του θέση. Εκεί καθόταν και έβλεπε ταινίες στο βίντεο με τη γυναίκα του. Δεν βρήκε όμως αυτό που έψαχνε. Ξαναέβαλε τα μαξιλάρια στη θέση τους και προχώρησε για το επόμενο δωμάτιο.
        Βρέθηκε στην κουζίνα λοιπόν, όπου και έφτιαξε ένα πρόχειρο φαγητό με ψωμί, τυρί και λίγο σαλάμι, με την ελπίδα να σκεφτεί πού το είχε αφήσει την τελευταία φορά! Όσο περίμενε έψαχνε στα ντουλάπια, στα συρτάρια, αλλά δε βρήκε τίποτα. Προσπαθούσε μάλιστα να μην κάνει πολύ θόρυβο για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του που κοιμόταν στον πάνω όροφο. Μάταια όμως. Δε βρήκε τίποτα. Και δεν υπήρχε κάπου αλλού να ψάξει. Σκέφτηκε πως ίσως το είχε αφήσει κάπου πάνω.
        Παρόλο που η σκάλα ήταν ξύλινη, δεν έτριζε και τα χαλιά βοηθούσαν να μην ακούγεται ο ήχος των βημάτων του. Έφτασε λοιπόν πάνω, άνοιξε προσεκτικά το επιπλάκι που ήταν κολλημένο στον τοίχο στην κορυφή της σκάλας αλλά δεν βρήκε κάτι. Μόνο ένα παλιό κλειδί κι ένα γράμμα. Ήταν το πρώτο γράμμα που είχε γράψει στη γυναίκα του. Της έγραφε μέσα σε αυτό το πώς είχε περάσει όλον αυτόν τον καιρό μαζί της! Πως συνεχίζει να είναι ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Πως συνεχίζει να είναι ακόμη ευτυχισμένος μαζί της. Πως συνεχίζει να ελπίζει ακόμη για μια ζωή μαζί της.
        Το άφησε δειλά πίσω στη θέση του όμως. Δεν ήταν αυτό που έψαχνε. Και το κλειδί που επεξεργάστηκε λίγο... Τίποτα. Καμία σχέση με αυτό που έψαχνε. Τι κι αν ήταν χρυσό και γυάλιζε; Δεν ήταν αυτό που ήθελε.
        Το μπάνιο το απέκλεισε από χώρο που ήταν πιθανό να το είχε αφήσει, οπότε και προχώρησε στην κρεβατοκάμαρα. Προχωρούσε σιγά, φυσικά, για να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του. Όταν την αντίκρυσε όμως, αυτή ήταν καθισμένη στο κρεβάτι με τα χέρια γύρω από τα πόδια της και τον κοιτούσε χρησιμοποιώντας το φεγγαρόφωτο.
        "Μα τι κάνεις;", της είπε. "Γιατί άνοιξες το παράθυρο; Φοβάμαι!", συνέχισε και πήγε να το κλείσει. Εκείνη όμως τον σταμάτησε λέγοντάς του "Το ξέρω πως φοβάσαι. Όμως ήρθε η ώρα!". "Η... Ώρα;", της απάντησε μη θέλοντας να καταλάβει."Μα εγώ φοβάμαι τον έξω κόσμο. Δεν αντέχω την επαφή μαζί του. Με γεμίζουν με κακιές σκέψεις. Φοβάμαι, δεν το καταλαβαίνεις;" της είπε πιάνοντάς την σφιχτά από τους ώμους. Εκείνη όμως δεν απάντησε...
        "Αυτό ήταν λοιπόν; Τελειώνουμε εδώ;", συνέχισε. "Εγώ ναι. Τελειώνω εδώ. Εσύ συνεχίζεις.", του είπε. "Μα φοβάμαι...", επανέλαβε. "Αυτό που ψάχνεις δεν ήταν ποτέ εδώ. Ήταν πάντα εκεί έξω. Κι εγώ σου το στέρησα προσφέροντάς σου μια ευτυχισμένη ζωή. Πήγαινε. Πήγαινε να ζήσεις".
        Κι αυτός πήρε το καπέλο του... Μήπως και προστατέψει τις σκέψεις του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: