...πάντα θα βλέπω αυτά που προορίζονται για μένα, ακόμη κι αν δε μπορείς να με δεις...
Προάγγελος

Ο βρώμικος - Πέμπτο

Έπειτα από λίγο μπορούσε να ακούσει διάφορες φωνές. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν παραισθήσεις, αλλά, όσο μεγάλωναν σε ένταση, καταλάβαινε πως ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Αυτό που, όμως, του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ότι δεν ήθελε να φύγει. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον πλησίαζε, ήθελε να το ζήσει. Όχι από θάρρος φυσικά. Απλώς, όλη του τη ζωή είχε ένα ασυγκράτητο συναίσθημα να κάνει κάτι για να νιώσει ζωντανός. Και τώρα, αυτή την θεωρητικά κρίσιμη στιγμή, που ήταν μόνος του μέσα στο άγνωστο, είχε κάθε ευκαιρία να το νιώσει. Και δεν ήθελε να το χαλάσει ως συναίσθημα. Ήθελε να το βιώσει. Και όποιος άντεχε περισσότερο... Το συναίσθημα ή η καρδιά του...

Από κάθε λόφο ξεπρόβαλαν, σχεδόν ταυτόχρονα, δύο άντρες. Ο ένας από τους δύο είχε στο χέρι του μία δάδα. Ο άλλος είχε μία πρωτοφανή λάμψη σε όλο του το σώμα. Από μακριά, ήταν ορατό πως οι τρεις άντρες, χωρίς τις δάδες, κρατούσαν κάτι με ευλάβεια στα δυο τους χέρια, ενώ, αν και φορούσαν τα ίδια γυαλιστερά ρούχα, διέφεραν στο χρώμα. Ο ένας ήταν ντυμένος στα κόκκινα, ο άλλος στα πράσινα και αυτός που ερχόταν από το μεσαίο λόφο στα μπλε. Λεπτομέρειες που όσο τον πλησίαζαν, δε μπορούσε, φυσικά, να διακρίνει. Το φως του σώματός τους, τον τύφλωνε. Κι όταν έφτασαν κοντά του, τον βρήκαν να έχει σκύψει το κεφάλι του, να έχει καλύψει το πρόσωπό του με τα χέρια του και να σκάβει στην άμμο προσπαθώντας να καλυφθεί. “Βιάστηκα να αποκαλέσω εύθραυστη την άμμο... Αυτό το φως ανακλάται πάνω της και με τυφλώνει χειρότερα κι από τον ίδιο τον ήλιο!”.

Έπειτα από λίγο οι έξι άνθρωποι είχαν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από τον νεαρό. Οι τρεις με τις δάδες κάτι έλεγαν σαν “Ωαα” αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Οι άλλες τρεις μορφές, με τα λαμπερά σώματα, τον άγγιξαν ταυτόχρονα στον αριστερό και στον δεξί ώμο και στο κεφάλι. Φυσικά, αυτά δεν μπορούσε να τα ξέρει με τα μάτια καλυμμένα. Τα υποπτεύθηκε, όμως, και σωστά, λόγω της ζέστης που ένιωσε στο κορμί του με το άγγιγμά τους. Κι αυτές οι φωνές που άκουγε... Είχαν σίγουρα κάποια επίδραση πάνω του, χωρίς να ξέρει το πώς και το γιατί.

-Τί ψάχνεις στη ζωή σου;
-... Δεν είμαι σίγουρος.
-Αν δεν ξέρεις εσύ, τότε ποιος μπορεί να ξέρει;
-... Σε παρακαλώ. Δεν ξέρω ποιοι είστε. Δεν ξέρω τί κάνω εδώ. Θέλω μόνο να γυρίσω πίσω.
-...Είσαι σίγουρος; Αν μπορώ να διαβάσω καλά την καρδιά σου, δε θέλεις να φύγεις. Σου αρέσει εδώ κι ας έχεις γευτεί μόνο ένα μικρό, ελάχιστο, κομμάτι από την ζωή σε αυτό το μέρος. Αν θέλεις να μείνεις εδώ, το πρώτο που πρέπει να κάνεις είναι να είσαι ειλικρινής.

Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του, να κοιτάξει στα μάτια αυτόν που του μιλούσε, ξεχνώντας τις ρίζες του και το από πού ερχόταν. Τα δύο χέρια τον πίεσαν ελαφρά προς τα κάτω. Παρόλα αυτά το τόλμησε και σήκωσε το κεφάλι του. Δέος ήταν αυτό που ένιωσε. Δε μπορούσε να καταλάβει από πού πήγαζε το φως που αντίκριζε. Σίγουρα ήταν ανθρωπόμορφος ο πρωταγωνιστής της οπτασίας που έβλεπε εμπρός του, αλλά κατά πόσον ήταν, πράγματι, άνθρωπος δε μπορούσε να ξέρει. Τα κατάφερε, όμως, να αρθρώσει τη φράση "Μου αρέσει... εδώ... και... θέλω... να μείνω!".

Ο μεσαίος, ντυμένος στα μπλε, έβαλε σάλιο στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, και πίεσε τα πίεσε στα μάτια του νεαρού. Ο τελευταίος προς στιγμήν, χωρίς να νιώσει πόνο, τυφλώθηκε. Άκουσε, όμως, τα λόγια του πλάσματος που του είπαν τα παρακάτω...

"Ο κάθε άνθρωπος έχει την τάση να βλέπει αυτό που έκτισε, όπου κι αν ταξιδέψει. Αν έχτισε αγάπη και ήταν ικανοποιημένος με τη ζωή του στο μέρος όπου ζούσε, αυτό θα βρει και στα άλλα μέρη που θα ταξιδέψει. Αν έχτισε μίσος και καταστροφή, και στο καλύτερο μέρος να πάει, μόνο καταστροφή θα μπορέσει να φέρει και θα γκρινιάζει για όλα. Θα σου δείξουμε τον κόσμο μας γιατί είσαι διαφορετικός από τους υπόλοιπους του δικού σου κόσμου. Όχι καλύτερος. Όχι χειρότερος. Απλώς διαφορετικός. Και να θυμάσαι! Δε μπορείς να τον καταστρέψεις. Ούτε μπορείς να δημιουργήσεις σε αυτόν τον κόσμο. Φρόντισε λοιπόν να δημιουργηθείς εσύ από αυτόν”.

"Εντάξει", είπε, αν και δεν καταλάβαινε σε πλήρη έκταση αυτά που θα του συνέβαιναν από εκείνη τη μέρα και έπειτα. Ευθύς αμέσως, το άγγιγμα των αντρών εξαφανίστηκε από τους ώμους του. Οι φωνές εξαφανίστηκαν. Η ζεστασιά στην καρδιά του και στην ψυχή του παρέμεινε. Τα μάτια του άρχισαν να βλέπουν και πάλι αν και λίγο θολά. Οι λάμψεις γύρω του εξαφανίστηκαν. Το αστέρι πίσω του ξαναεμφανίστηκε. Μπροστά του η απέραντη, σκοτεινή, άγνωστη έρημος είχε μετατραπεί στα μάτια του σε λόγο αναζήτησης οάσεων. Ήταν, όμως, πρόθυμος να ζήσει και το ταξίδι. Κι όταν τα συνειδητοποίησε όλα αυτά, από την ικανοποίηση που ένιωσε μέσα του, από αυτό το ξύπνημα του φοίνικα που αναγεννάται από τις στάχτες του, λιποθύμησε! Έτσι απλά...

Δεν υπάρχουν σχόλια: