...πάντα θα βλέπω αυτά που προορίζονται για μένα, ακόμη κι αν δε μπορείς να με δεις...
Προάγγελος

Ο βρώμικος - Τέταρτο

Εκεί που καθόταν στον κήπο του λοιπόν, ξαφνικά, ένιωσε μια περίεργη ζαλάδα. "Με χτύπησε ο ήλιος" σκέφτηκε. Πήγε να σηκωθεί και έπεσε ξανά στο χώμα χτυπώντας το κεφάλι του στο δέντρο που τόσην ώρα καθόταν. Κι όταν ξύπνησε, είχε γίνει πρωταγωνιστής σε μία καινούρια ιστορία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ξύπνησε σε ένα κρεβάτι φτιαγμένο από άχυρα. Για κουβέρτα είχε ένα απλό ύφασμα μπαλωμένο. Τα ρούχα του ήταν επίσης κομμάτια από ξένο ύφασμα ραμμένο πάνω τους και μύριζαν περίεργα. Αν και όσο ξυπνούσε καταλάβαινε πως γενικότερα υπήρχε η συγκεκριμένη, μάλλον αποκρουστική, μυρωδιά στον χώρο.

Κοιτώντας γύρω του, αν και με μόνο το φεγγάρι ή τα αστέρια να φωτίζουν το χώρο, μπόρεσε να δει ότι τον περιτριγύριζαν ζώα. Άκουγε μέχρι και την αναπνοή τους. Μάλιστα, αν καταλάβαινε καλά, την ένιωθε κιόλας. Για κάποιες στιγμές, σκέφτηκε “τί αηδία!” και προσπάθησε να τραβηχτεί σε μια γωνιά που ήλπιζε κάπου να βρει. Κάτι δύσκολο μέσα στο μισοσκόταδο, Έτσι, απλά, παραδόθηκε στη μοίρα του. Ή μάλλον... στις σκέψεις του.

Σιγά-σιγά, όμως, άρχισε να νιώθει όλο και πιο οικεία με το χώρο. Δεν ήξερε πού ήταν ή πώς βρέθηκε ή τί έκανε εκεί, αλλά ένιωθε μέσα του σίγουρος πως κάποιος λόγος υπήρχε. Για κάποιο λόγο είχε βρεθεί στην παρούσα κατάσταση. Και ναι, δεν ήξερε το ποιος τον έβαλε σε αυτή, αλλά ένιωθε σίγουρος... Όλως περιέργως...

Τράβηξε την κουβέρτα από πάνω του και άρχισε να παρατηρεί καλύτερα το δωμάτιο. Έμοιαζε με στάβλο ή με αχυρώνα. Αριστερά και δεξιά, υπήρχαν αγελάδες, κότες, άλογα, γαϊδούρια και άλλα ζώα μέσα σε ξεχωριστούς, περιφραγμένους από ξύλινο φράχτη, χώρους. Στο κέντρο του δωματίου, ήταν το κρεβάτι του. Το μόνο που άγγιζε η λάμψη των φωτεινών αστέρων της νύχτας. Όσο φως μπορούσε να περάσει, δηλαδή, από το στρογγυλό παραθυράκι της ξύλινης οροφής.

Σηκώθηκε και πλησίασε τα ζώα για να τα γνωρίσει καλύτερα. Παιδί της πόλης ήταν άλλωστε. Δεν είχε καμία ιδιαίτερη εξοικείωση με την πραγματική φύση. Πρώτα άπλωσε το χέρι του στο άλογο. Έπειτα στην αγελάδα... Οι κότες και τα άλλα ζώα δεν του έκαναν καμία ιδιαίτερη εντύπωση, οπότε και μόνο μία ματιά του αρκούσε. Προς το παρόν τουλάχιστον. Αυτό που του τράβηξε, όμως, την προσοχή ήταν το γαϊδουράκι. Έμοιαζε με άλογο αλλά δεν ήταν. Είχε ένα χρώμα μονότονο, γκρίζο, σε καμία περίπτωση δυνατό ή ατίθασο και έτρωγε υπομονετικά και με αργές κινήσεις το σανό που βρισκόταν μπροστά του.

Αφού το επεξεργάστηκε λίγο ακόμη με τα μάτια του και με την αφή του, περισσότερο ως ύπαρξη και λιγότερο ως ζώο, αποφάσισε να βγει έξω μήπως και καταλάβει πού βρίσκεται!

Άνοιξε την πόρτα του απλού ξύλινου κτίσματος όπου βρισκόταν και βρέθηκε μπροστά σε κάτι άγνωστο. Μία απέραντη έκταση από άμμο. Είχε ακούσει ότι τέτοια μέρη υπήρχαν κάπου στον κόσμο (να 'ναι καλά το Gational Neographic γι' αυτό). Στην εποχή του, όμως, η μόνη αναφορά σε αυτές γινόταν σε εξεζητημένα περιοδικά, σαν το προαναφερθέν, και σε φράσεις όπως "στα μεγάλα βάθη της θάλασσας μπορούμε να δούμε περιοχές χωρίς ψάρια και χωρίς βλάστηση. Περιοχές όπου η πανίδα και η χλωρίδα απουσιάζουν παντελώς. Περιοχές που παλαιότερα αποκαλούνταν έρημοι".

Περπάτησε με τα γυμνά του πόδια πάνω στην άμμο. Σύντομα σταμάτησε. Ήταν πρωτόγνωρο για αυτόν το να περπατάει στην άμμο. Φαινόταν τόσο εύθραυστη και όμως, μπορούσε εξίσου εύκολα να βουλιάξει ο οποιοσδήποτε μέσα της. Αυτό ήταν, άλλωστε, που την έκανε δύσκολη στο να την περπατήσει κάποιος. Το πόσο εύθραυστη ήταν!

Περπάτησε μερικά μέτρα ακόμη αλλά τα πόδια του δεν τον κράτησαν. Έπεσε με τα χέρια κάτω και αφού πήρε μερικές βαθιές αναπνοές, έριξε μια φευγαλέα ματιά πίσω του. Του φάνηκε περίεργο. Δεν υπήρχε φεγγάρι στον ουρανό. Μόνο μία περίεργη ουράνια πηγή φωτός. Αν ήταν αστέρι ή όχι δε μπορούσε να ξέρει. Αυτό που μπορούσε, σίγουρα, να παρατηρήσει από τη θέση του, ήταν ότι το φως έπεφτε μόνο πάνω στον αχυρώνα. Πουθενά αλλού. Μπορούσε να το ορίσει στο μυαλό του μόνο σαν μία αόρατη οπτική ίνα που αντανακλούσε το φως στα τοιχώματά της και κατηύθυνε το φως εκεί που ο "δημιουργός" της ίνας ήθελε.

"Τί κάθομαι και σκέφτομαι;" αναρωτήθηκε. "Είναι φανερό ότι δεν βρίσκομαι στην πόλη μου πλέον. Και το ότι κουράζομαι και πονάω, σημαίνει πως ούτε σε όνειρο είμαι. Αλλά τότε... πού είμαι;".

Κοίταξε πάλι μπροστά. Μπροστά και μακριά... Πέρα από τους λόφους που αχνοφαίνονταν στο βάθος. Τίποτα... Παντού σκοτάδι. Παντού... "Θεέ...", φώναξε. "Τί μου συμβαίνει; Υπάρχω ακόμη ή πέθανα κι αυτό είναι το... μετά;". Καμία απάντηση. Δεν τον πείραξε όμως. Ποιος τον διαβεβαίωνε ότι αυτό το οποίο αποκαλούσε "Θεό" στην πόλη του, τον άκουγε ακόμη κι εδώ που ήταν! Αν υπήρχε εξαρχής φυσικά ο Θεός και δεν ήταν ένα απλό αποκύημα της φαντασίας του, παραλογισμένου με τα χρόνια, νου του.

Ξάφνου οι λόφοι μπροστά του έλαμψαν. Από 3 διαφορετικά μέρη. Ταυτόχρονα. Ο αριστερός, ο δεξιός και ο μεσαίος λόφος που μπορούσε να αντικρίσει όλο το άνοιγμα των ματιών του. Φοβισμένος, σηκώθηκε και αποφάσισε να δει τις εξελίξεις από την ασφάλεια του αχυρώνα. Προσπάθησε να κοιτάξει πίσω για να κατευθύνει το σώμα του εκεί που διάλεξε, αλλά μάταια. Η ουράνια πηγή φωτός είχε χαθεί. Δε μπορούσε να δει το παραμικρό πέρα από τους φωτεινούς λόφους. Τους λόφους που όλο και γίνονταν πιο φωτεινοί. Κι αυτός μόνος και παραδομένος στη μοίρα του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: