...πάντα θα βλέπω αυτά που προορίζονται για μένα, ακόμη κι αν δε μπορείς να με δεις...
Προάγγελος

Μικρός Πρίγκηπας

~~~Πρόλογος~~~
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας μικρός πρίγκηπας. Οι φρουροί του παλατιού τον πρόσεχαν συνέχεια. Μην πέσει. Μην χτυπήσει. Μην κάνει αταξίες. Μην παίζει με τους φτωχούς. Όλη του η ζωή ήταν ένα μεγάλο “Μην”. Μια μέρα, ο μικρός πρίγκηπας χάθηκε από το παλάτι. Οι φρουροί τον έψαχναν παντού αλλά δεν τον βρήκαν. Κι αυτή είναι η ιστορία εκείνης της μέρας.

Ο μικρός πρίγκηπας πήγε στην πόλη ντυμένος με ό,τι πιο πρόχειρο βρήκε. Μία καφέ γούνα με χρυσά κουμπιά εδώ κι εκεί που αντανακλούσαν το φως.. Ο πατέρας του δεν ήταν κι ο καλύτερος βασιλιάς. Δεν είχε προσφέρει τίποτα στο λαό και όλο φόρους έβαζε, οπότε οι άνθρωποι τον κοιτούσαν με περιφρόνηση. Αν και κανείς δεν αναρωτήθηκε τι κάνει το παιδί του βασιλιά, μόνο του στην πόλη... Μόνο κάτι ψίθυροι ακούγονταν από τα στόματα των περαστικών, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τι έλεγαν.

Στρίβοντας σε ένα στενό, είδε μία παρέα παιδιών που προσκυνούσαν ένα ηλικιακά μικρότερο παιδί, που ήταν ντυμένο με καφέ ύφασμα, στο οποίο πάνω είχαν προσαρμοστεί χάλκινα ελάσματα που αντανακλούσαν το φως. Όταν τα μάτια τους διασταυρώθηκαν, μίλησαν σχεδόν ταυτόχρονα:

-Από ποια γειτονιά είσαι εσύ; ρώτησε το παιδί.
-Από ποιο βασίλειο είσαι εσύ; ρώτησε ο πρίγκηπας.

Και οι απαντήσεις τους ήρθαν σχεδόν ταυτόχρονα.

-Τι εννοείς; είπε το παιδί.
-Τι εννοείς; είπε και ο πρίγκηπας.

Κοιτάχτηκαν λίγο ακόμη και ξέσπασαν σε γέλια.

-Καλώς ήρθες στην παρέα μας. Εγώ είμαι ο Γιάννης Ιωάννου, είπε το παιδί. Εσύ;
-Εγώ ονομάζομαι Νικόλας Ιακώβου, απάντησε ο πρίγκηπας.
-Καλώς ήρθες λοιπόν στην παρέα μας. Θες να παίξεις μαζί μας;
-Θα το ήθελα αλλά δεν ξέρω αν ανήκω στον κύκλο σας...

Εκείνη τη στιγμή, ένα κάπως μεγαλόσωμο παιδί κατέβηκε από μία στέγη, πηδώντας κάτω, και ψιθύρισε κάτι στον Γιάννη ο οποίος ευθύς απάντησε.
-Ενημερώνομαι ότι σου δείχνουν οι μεγάλοι την ίδια περιφρόνηση που δείχνουν και σε εμάς. Δεν ξέρω τι είναι αυτοί οι κύκλοι και τα τετράγωνα που μιλάς, αλλά σε θέλουμε στην παρέα μας.
-Χμ... Δεν ξέρω... Είναι πρέπον;
-Είσαι λίγο παράξενος με αυτά που λες. Έχεις όλα τα προσόντα. Έλα να σου δείξω τη γειτονιά.

Το παιδί, ο Γιάννης, πήρε τον Νίκο από το χέρι και με συνοδεία τα άλλα παιδιά προχώρησαν πιο βαθιά στην πόλη. Τον πήγε σε όλα τα μέρη που του άρεσαν ή που δεν του άρεσαν. Του μίλησε για τον εαυτό του. Ότι το όνειρο του Γιάννη και των φίλων του ήταν να μπορούσε να δει τη ζωή μέσα από τα μάτια του πρίγκηπα. Του είπε για την κυρία-Σούλα που ήταν φημισμένη για τις τυρόπιτές της και το ψωμί της. (“Μμμ... Ωραία μυρίζει”, σχολίασε ο πρίγκηπας). Για τον παντοπώλη, τον Κώστα, που ήταν με τις ώρες του και δεν ήταν πάντα ευγενικός. Για τον κύριο Γιώργο, που είχε εκείνη την ώρα παράσταση στην πλατεία με τη φλογέρα του. Για την κοπέλα που του άρεσε, τη Μαίρη, που εκείνη την ώρα δούλευε με τη μητέρα της υφαίνοντας. Για τον Άγιο της πόλης του που τους προστάτευε.

Αφού θεώρησε ότι του είχε πει και του είχε δείξει όσα μπορούσε και χρειαζόταν από την πόλη του, αποφάσισε να αφήσει τον πρίγκηπα να μιλήσει.
-Εσύ λοιπόν Νίκο; Δε μου είπες. Από ποια γειτονιά είσαι;
-Δεν... Δεν ξέρω..., απάντησε ο πρίγκηπας.
-Ε; είπε απορημένος ο Γιάννης.
-Κοίτα, έχω κάποιες απορίες για αυτά που μου έδειξες. Η κυρία...Σούλα που μου έδειξες. Γιατί φτιάχνει ψωμί; Ο... παντοπώλης; Ναι, αυτός. Γιατί δεν είναι ευγενικός πάντα; Κι αφού δεν είναι πάντα ευγενικός γιατί...
-Ήρεμα φίλε μου, του είπε ο Γιάννης αγγίζοντάς τον στον ώμο. Μία-μία οι ερωτήσεις σου και θα σου απαντήσω αφού θες να γνωρίζεις. Η κυρία-Σούλα πουλάει ψωμί και τυρόπιτες γιατί αυτό ξέρει να κάνει και άρα αυτό κάνει για να ζήσει.
-Μάλιστα...
-Δεν κατάλαβες;
-Όχι. Γιατί δε μπορεί να ζήσει χωρίς να δουλεύει;
-Χαχα. Από πού ήρθες εσύ; Γιατί; Ο πατέρας σου δε δουλεύει; Χαχα
-Όχι.
-Τι όχι;
-Δε δουλεύει.

Έπεσε σιωπή στην παρέα. Ο Γιάννης σταμάτησε να προχωράει και κοίταξε το παιδί που είχε απέναντί του από πάνω μέχρι κάτω. Αυτή η ενδυμασία... Τα ρούχα που φορούσε. Δεν ήταν σαν τα δικά του. Δεν φορούσε χάλκινα ελάσματα αλλά κανονικό χρυσάφι. Κι αυτό από μέσα δεν ήταν ύφασμα. Αλλά κανονική γούνα. Οι φίλοι του δεν άργησαν να έρθουν γρήγορα στο ίδιο συμπέρασμα με αυτόν. Όμως αν ήταν πράγματι ο γιος του βασιλιά, τότε τι έκανε ανάμεσά τους μόνος του στην πόλη; Κι αν τον βρίσκαν μαζί τους; Δε θα τους κατηγορούσε ο βασιλιάς ότι τον απήγαγαν; Κι αν τον άφηναν εκεί και τους κατηγορούσε ο πρίγκηπας ότι τον εγκατέλειψαν; Όμως, δε φαινόταν τέτοιος άνθρωπος ο πρίγκηπας. Αλλά πάλι... Πώς μπορούσαν να είναι σίγουροι; Το χρήμα και η εξουσία αλλάζουν τον άνθρωπο. Πόσο μάλλον όταν τον τρέφουν από πολύ νεαρή ηλικία.

Ο Γιάννης έκανε ένα σήμα με το χέρι του. Και η παρέα διαλύθηκε αφήνοντας μόνο αυτόν και τον πρίγκηπα στο δρόμο. Του είχε πει τόσα πολλά για τον εαυτό του που και να τον άφηνε ο πρίγκηπας, και ο βασιλιάς κατά συνέπεια, θα τον έβρισκε. Τα άλλα παιδιά όμως δε χρειαζόταν να ριψοκινδυνεύσουν κι αυτά.

~~~Κύριο Νόημα~~~
-Είσαι ο γιος του βασιλιά. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο Γιάννης.
-Ναι, είπε ο Νικόλας.
-Και τι κάνεις εδώ μόνος σου;
-Είχα βαρεθεί στο κάστρο.
-Μα πώς είναι δυνατόν να βαρεθείς στο κάστρο; Τόσοι κήποι! Τόση άπλα! Τόσα ζεστά ρούχα! Μπορείς να αγοράσεις τα πάντα! Ό,τι θέλεις!
-Στο δωμάτιό μου έχω πράγματι τα πάντα. Παιχνίδια. Κούκλες. Κοσμήματα. Τόξο. Μεγάλες ντουλάπες με ρούχα. Έχω τόσα πράγματα. Κι όμως εμένα μου αρέσει να ζωγραφίζω. Και δε μπορώ να τις βάλω στους τοίχους γιατί δεν αρμόζει σε ένα πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παίζω κυνηγητό όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα Μου αρέσει τόσο να τρώω το κοτόπουλο με τα χέρια όμως δεν αρμόζει σε ένα πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παίζω χιονοπόλεμο όταν χιονίζει όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να παραγγέλνω καμιά φορά απ' έξω όμως δεν αρμόζει σε έναν πρίγκηπα. Μου αρέσει τόσο να λερώνομαι αλλά δε μπορώ γιατί είμαι πρίγκηπας.

~~~Επίλογος~~~
Κι ο Γιάννης κατάλαβε. Και η παρέα κατάλαβε. Και το χωριό που είχε μαζευτεί από την ένταση της φωνής του Νικόλα κατάλαβε. Και οι φρουροί που είχαν έρθει από το παλάτι για να τον βρουν κατάλαβαν. Και, κρυφά από τον πατέρα του, τον άφησαν να ζήσει μία μέρα στην πόλη μαζί με τον Γιάννη και την παρέα του. Και λερώθηκε. Και ζωγράφισε. Και κάρφωσε τη ζωγραφιά στον τοίχο με τις ζωγραφιές που είχε ο Γιάννης στο φτωχοκάλυβό του. Έναν τοίχο που ποτέ πριν δεν είχε μία ιδιαίτερη αξία, Από εκείνη τη μέρα όμως, η ζωγραφιά του πρίγκηπα τον έκανε σημαντικό. Δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο. Ένα δέντρο. Μία ελιά.

Έπειτα από λίγο καιρό το σύστημα άλλαξε. Ο βασιλιάς έφυγε. Εξαφανίστηκε. Το ίδιο και ο πρίγκηπας. Ποτέ ξανά δεν άκουσε κάποιος κάτι για αυτούς. Όμως το χωριό από εκείνη τη μέρα είχε ξεχάσει ότι υπήρχε πρίγκηπας. Θυμόταν μόνο το μικρό Νικόλα. Το παιδί που του άρεσε τόσο να ζωγραφίζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: